- ευγενόλη
- ηχημ. φαινολική ένωση που αποτελεί το κύριο συστατικό τού γαριφαλελαίου και άλλων αιθέριων ελαίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. eugenole < eugen- (πρβλ. ευγεν-ής) + -οl < λατ. oleum (πρβλ. έλαιο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βανιλίνη — Παράγωγο της βενζαλδεΰδης (3 μεθοξυ 4υδροξυ βενζαλδεΰδη), του τύπου CH3O (OH) C6H3CHO. Κρυσταλλώνεται σε στιλπνούς βελονοειδείς και άχρωμους κρυστάλλους που τήκονται στους 810C. Έχει ευχάριστη οσμή και γεύση, σημείο ζέσης 284 285°C, εξαχνώνεται… … Dictionary of Greek
πυροκατεχίνη ή ορθο-διοξυβενζόλιο — Ισομερές της ρεσορκίνης (μετα διοξυβενζόλιο) και της υδροκινόνης (παρα διοξυβενζόλιο). Ανακαλύφθηκε από τον Ράινς το 1839 κατά την ξηρά απόσταξη της κατεχίνης και παρασκευάζεται βιομηχανικά με αλκαλική τήξη της ορθο χλωροφαινόλης ή του… … Dictionary of Greek